- ἐαρινήν
- ἐαρινόςof springfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вешнии — (7*) пр. Весенний: Амазонѩне же моужа не имоуть, но акы скотъ бесловесныи ѥдиною лѣ(т)мь къ ||=вешнимъ днемъ ѡземьствьни боудоу(т) и счатаютьсѩ съ ѡкр(с)тьными ихъ моужи (ἐαρινήν) ГА XIII XIV, 32б в; инии ч(с)тнѣише суть... овии оубо дьнѣ. овии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μελιτηρός — μελιτηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή προσιδιάζει στο μέλι («μελιτηρὸν ἄγγος», Αριστοφ.) 2. αυτός που είναι όμοιος με το μέλι («κατὰ δὲ τὴν ἐαρινὴν ὥραν ἐπιβάπτον χυλῷ μελιτηρῷ καὶ κατὰ τὴν ἁφὴν καὶ κατὰ τὴν γεῡσιν», Θεόφρ.) 3. το… … Dictionary of Greek